Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Μέρος Β: Η Αλληλέγγυα Οικονομία και ο χαρακτήρας της ανατροπής*



Αλληλέγγυα Οικονομία, Συνεταιρισμοί-Περί τίνος πρόκειται


«Κοινωνική οικονομία», «αλληλέγγυα οικονομία», «συνεργατική οικονομία», «συμμετοχική οικονομία»… Τι σημαίνει άραγε αυτός ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των προσδιορισμών, που κανένας σχεδόν δεν είναι καινούργιος, αλλά όλοι τους μοιάζουν να ηχούν με διαφορετικό τρόπο σήμερα γύρω από έναν όρο που νομίζαμε ότι ξέρουμε καλά τη σημασία του- τον όρο «οικονομία»;

Η κοινωνική και αλληλέγυα οικονομία συνιστά μια ιδεολογική αλλά κυρίως πρακτική προσπάθεια να συλληφθεί διαφορετικά η σχέση του ανθρώπου με την οικονομία, πέρα από την εμπορευματική διάσταση και το καπιταλισμό, με τελικό στόχο να αρθεί η αυτονόμηση της οικονομικής σφαίρας (''η οικονομία είναι ένα σύνολο μαθηματικών κανόνων που ρυθμίζονται απο μόνοι τους'') και να ενσωματωθεί η οικονομία στη κοινωνία καθώς και να επανασυνδεθεί η σχέση του ανθρώπου με την πολιτική.

Συνεταιρισμοί, κολλεκτίβες, δίκτυα αλληλοβοήθειας και πειραματικές μορφές ανταλλακτικής οικονομίας είναι πάρα πολύ σημαντικά πράγματα, πρωτίστως ως εμπειρίες εκπαίδευσης εμάς των ίδιων σε τρόπους συνύπαρξης και κοινωνικότητας ουσιαστικά αποκλεισμένους μέσα σε μιαν αστική, εμπορευματική κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή,η αλληλέγγυα οικονομία,για ένα εργοστάσιο κοινωνικων πειραματισμών με κινηματική και πολιτική διάσταση καθώς προβάλει μία εικόνα μελλοντικής οργάνωσης της καθημερινότητας στο σήμερα. Οι πειραματισμοί αυτοί δεν εξαντλούνται μόνο στη κάλυψη βασικών αναγκών αλλα προτάσουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής!

Αναγκαιότητα Συνεταιρισμών-Γιατί απέτυχαν και γιατί είναι αναγκαίοι στο σήμερα

Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα ζήσαμε το δόγμα της επιχειρηματικότητας η οποία προβλήθηκε ως η μόνη κατεύθυνση που δίνει λύσεις στην οικονομία. Λόγω της κρίσης υποχωρεί η σημασία του τομέα της αγοράς και αναδεικνύονται άλλες κοινωνικές και παραγωγικές πρακτικές. Η κατάρευση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα οδηγεί στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου στο κοινωνικό πεδίο όπου θα ρυθμίζει τις ανάγκες και θα θέτει στο κράτος το πολιτικό πλαίσιο και τους ''όρους του παιχνιδιού''. Αυτός ο τρίτος πόλος αφορά το πλέγμα της αλληλέγγυας οικονομίας και των συνεταιρισμών,ο οποίος διεκδικεί καθημερινά πεδία εξουσίας απο το κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Γιατι απέτυχε ωστόσο ενα μέρος των συνεταιριστικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα; Απέτυχαν γιατί δεν κατάφεραν να αμφισβήσουν το κυρίαρχο πλαίσιο άσκησης πολιτικής και να δημιουργήσουν μια αντιπαραθετική ατζέντα στη βάση των αναγκών και της δημοκρατίας απέναντι στο κέρδος. 
 Θα χρειασθεί βέβαια να απαντήσουμε με καθαρό τρόπο το εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων  και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας αυτής της οικονομίας; Η δημιουργία συνεταιριστικών εγχειρημάτων είναι μία δυναμικη διαδικασία όπου 'εμφανίζεται' για δύο λόγους:

α) Η άρνηση και η αμφισβήτηση σε ιεραρχημένες και αυταρχικές δομές παραγωγής ειναι εγγενές χαρακτηριστικό των κοινωνιών. Η λογική της αλληλοβοήθειας και της ισότητας ως προς το τρόπο λήψης των αποφάσεων απαντάνε στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων και κοινωνικών ζητημάτων.

β) Το επίπεδο ανεργίας δεν πρόκειται να απορροφηθεί στο προσεχές μέλλον απο την καπιταλιστική ανάπτυξη, τα 2/3 των νέων ειναι άνεργοι και πάνω απο το 70% του ενεργού πληθυσμού είναι είτε άνεργοι είτε επισφαλώς εργαζόμενοι δίχως να μπορούν να αμυνθούν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο σημερινός εργαζόμενος, ο οποίος απασχολείται σε μεγάλο ποσοστό σε συνθήκες ανασφάλειας, μεγάλης κινητικότητας, αυθαίρετα χαμηλών αμοιβών, ενώ γνωρίζει επαναλαμβανόμενες περιόδους ανεργίας, είναι ταυτοχρόνως μορφωμένος, με ένα επίπεδο και τομέα ειδίκευσης, με πολλές δεξιότητες που αποκτήθηκαν λόγω πολλαπλών θέσεων και αναγκαστικών πρωτοβουλιών σε υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας, και έχει την ανάγκη αλλά και την ικανότητα να παρέμβει σε μια γκάμα θεμάτων πολύ ευρύτερη από την ''παραδοσιακή''. Είναι ικανός να σκεφτεί και να οργανώσει αλληλέγγυες πρωτοβουλίες που έχουν σχέση με την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, να υποστηρίξει με τους συναδέλφους του την εφαρμογή δημοκρατικών μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης, να επεξεργαστεί συλλογικά προτάσεις για ευρύτερες θεσμικές λειτουργίες και σχεδιασμούς οικονομικών δραστηριοτήτων.
Ο σχεδιασμός επομένως της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, των κοινωνικών θεσμών και των περιβαλλοντικών πολιτικών, θα είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ανάδειξης ενός νέου τύπου δομών έκφρασης πολιτικών επιλογών, που αν αναπτυχθούν θα εξελιχθούν σε μορφές εξουσίας των ''απο κάτω''. Η διαπραγμάτευση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με το κεφάλαιο δεν έχει σήμερα κανένα νόημα ενώ η οργανωμένη παρέμβαση των ''από κάτω'' δεν θα αρκεστεί στη διατύπωση διεκδικήσεων, αλλά θα ορίσει ανάγκες, στόχους και μεθόδους για την επίτευξή τους.

Όροι και προυποθέσεις για την Αλληλέγγυα Οικονομία και τους Συνεταιρισμούς

Η Αλληλέγγυα Οικονομία ανανεώνει την ίδια την έννοια της αλληλεγγύης. Θέτει το ζήτημα της δημιουργίας συλλογικοτήτων που αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες, σε σύγκρουση όχι μόνο με την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και με τις πρακτικές της αγοράς και του καπιταλισμού. Ανανεώνει και δοκιμάζει την ιδέα των δημοκρατικών διαδικασιών για την οργάνωση και υλοποίηση παραγωγικών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών, εφαρμόζει εξισωτικές μορφές αμοιβής της εργασίας, επιβάλλει νέες ισορροπίες ανάμεσα στις προσωπικές και κοινωνικές λογικές.
Μια οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σήμερα είναι επιτυχημένη, όταν συμβάλει κατά το «μέγιστο» δυνατό στην συλλογική-κοινωνική ευημερία (και όχι μόνο στην ευημερία των μελών της, όπως συμβαίνει με την καπιταλιστική επιχείρηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί η οικονομική της επιτυχία να στηρίζεται στη μείωση ακριβώς της ευημερίας και της ποιότητας ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας).

Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ενας Συνεταιρισμός στα πλαίσια της Αλληλέγγυας Οικονομίας είναι: να στηρίζεται στη διαφάνεια των στόχων και την κριτική τους, στη κοινωνική αναδιανομή των πλεονασμάτων, στη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των μέσων παραγωγής, στην δημιουργική και ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και με συνεργατικές σχέσεις των εργαζομένων στις μονάδες της, στην αυτοδιαχείριση και τη δημοκρατική συν-απόφαση των χώρων εργασίας, στην αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες.

Η  Αλληλέγγυα Οικονομία ως τάση στο σήμερα

Όλος αυτός ο γαλαξίας συνεταιριστικών και συμμετοχικών δομών που έχει ξεπηδήσει τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι η πολιτική,η οικονομία και η δημοκρατία είναι έννοιες αλληλένδετες και συμπληρωματικές η μία στην άλλη. Στην Ελλάδα του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων και της ανθρωπιστικής κρίσης η δημιουργία συνεταιρισμών με όχημα την αμεσοδημοκρατία,την ισότητα και τη συμμετοχή και με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες μπορεί να δημιουργήσει μια νέα συνθήκη. Μία συνθήκη βάσει της οποίας η πολιτική θα απαντάει στα καθημερινά προβλήματα μέσα από το συλλογικό προβληματισμό. Μια συνθήκη όπου δεν θα  αναδεικνύει την οικονομία και τις αγορές ως μία ανώτερη φυσική άρχη με αόρατους κανόνες όπου ρυθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων άλλα ως ένα πεδίο (εκείνο της οικονομίας) που υπόκεινται στο κοινωνικό έλεγχο και σχεδιασμό. Δεν έχουμε μόνο μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά μια οραματική αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μίας κοινωνίας απελευθερωμένης.

To be continued…


*Το κείμενο αυτό αποτελεί τον δεύτερο άξονα στη σειρά τριών επεξεργασιών στις οποίες καταλήγουμε μετά από συζήτηση και συνδιαμόρφωση στα σχήματά μας με σκοπό στα τέλη Φλεβάρη να τις συναρθρώσουμε σε μια εκδήλωση - συζήτηση που θα προσεγγίζει μια συλλογική - συνολική απάντηση στα προβλήματα του νέου μηχανικού σε μια κατεύθυνση συνεργατική, δημοκρατική και αλληλέγγυα.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Μέρος Α: Νέος μηχανικός στην κρίση – Νεοφιλελεύθεροι μύθοι/υποσχέσεις και αλήθειες *



‘’Κρίση είναι μια διεργασία όπου το παλιό σύστημα καταρρέει και το καινούριο δεν είναι ακόμα έτοιμο να δημιουργηθεί’’  έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι στις αρχές του 20ου αιώνα. Από  αυτή την μεταβατική κατάσταση διαρκούς πάλης ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, δε μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος ούτε ο τελειόφοιτος ούτε ο εργαζόμενος μηχανικός. Την ίδια στιγμή λοιπόν που μισθοί, εργασιακά δικαιώματα και το γενικότερο βιοτικό επίπεδο ενός μέσου μηχανικού γνωρίζουν μια πρωτόγνωρη υποβάθμιση, καινούριες αντιλήψεις και πρακτικές (βλ. σωτήριος δρόμος του εξωτερικού), έρχονται να εμπεδωθούν και να δημιουργήσουν τη δική τους κανονικότητα. Οι νέες αυτές προοπτικές όμως πατούν γερά πάνω σε ορισμένους μύθους, δημιουργώντας μια ασαφή και αβάσιμη εικόνα για τα κοινωνικά δεδομένα και τη δυναμική τους. Πιο συγκεκριμένα:

Μύθοι


Πραγματικότητα


1.  Ο μηχανικός στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής καταλαμβάνει ανώτατες και διευθυντικές θέσεις της παραγωγικής και κοινωνικής ιεραρχίας. Στο εργοστάσιο, που αποτελεί την κεντρική οικονομική μονάδα του καπιταλισμού, επιφορτίζεται με διευθυντικά καθήκοντα γενικού ελέγχου και επίβλεψης της παραγωγής. Το επάγγελμα του μηχανικού κατέχει μια εξέχουσα θέση στο κοινωνικό status που αποπνέει μια «αίγλη» και ο μύθος λέει πως θα σου εξασφαλίσει σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση, γραφειάρες, αμαξάρα, εταιρείες και υψηλό μισθό, πόσο μάλλον για σένα που είσαι και του ΕΜΠ.

1.  Η αλήθεια είναι πως η ανεργία, σύμφωνα με το ΤΕΕ, στους νέους μηχανικούς πλησιάζει το 70%, ενώ στο σύνολο του κλάδου φτάνει το 50%. Οι μισοί μηχανικοί της χώρας δεν μπορούν να καλύψουν  τα ασφάλιστρα τους στο ΤΣΜΕΔΕ και οι εισφορές αυξήθηκαν κατά 40% τα τελευταία χρόνια. Όσοι «έχουν την τύχη» να εργάζονται, δουλεύουν με δελτίο παροχής υπηρεσιών – «μπλοκάκι» (χωρίς ασφάλιση, άδειες, αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης), είναι ελεύθεροι επαγγελματίες με μικρομεσαία γραφεία χωρίς δουλειές και με τεράστια χρέη, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα χωρίς συμβάσεις εργασίας, μηχανικοί του δημοσίου με πετσοκομμένους μισθούς. Την εικόνα της αποσύνθεσης συμπληρώνουν οι συνάδελφοί μας που αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό για να βρούνε δουλειά ή να συνεχίσουν τις σπουδές ώστε να είναι πιο μπροστά στην «κούρσα» της αναζήτησης εργασίας.
2.  Ένα ακόμη κυρίαρχο ιδεολόγημα βασίζεται στην εξής συλλογιστική πορεία: Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα προέβλεπε ότι η μείωση της ζήτησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση της κρατικής δαπάνης, μείωση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων) θα μειώσει την παραγωγή και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Έτσι θα μειώνονταν οι τιμές ως απόκριση στη μείωση του κόστους εργασίας και θα σημειωνόταν αύξηση της ανταγωνιστικότητας τιμής, μεγέθυνση των εξαγωγών, και τελικά ανάκαμψη του ΑΕΠ. Ακόμη πιο συνοπτικά η συρρίκνωση των μισθών θα έφερνε την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις και αυτή με τη σειρά της την ανάπτυξη. Ο μηχανικός και κυρίως ο νέος μηχανικός  ως κομμάτι της μισθωτής εργασίας δε θα μπορούσε να παραλειφθεί από την πολιτική της εξαθλίωσης.
2.  Μπορεί όλο αυτό να καταρρέει καθημερινά στην Ελλάδα της φτώχειας και της εξαθλίωσης, αντ’ αυτού η επιτυχία αυτής της πολιτικής εντοπίζεται στην θεαματική αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων. Πιο συγκεκριμένα, όλα τα μεγέθη από τα οποία εξαρτάται η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής των εργαζομένων, δηλαδή η αγοραστική δύναμη των μισθών, ο αριθμός των απασχολουμένων, το ΑΕΠ, η παραγωγικότητα της εργασίας και οι εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, βρίσκονται σε δραματική πτώση. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η επιτυχία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής να αυξήσει κατακόρυφα τον λόγο κερδών/μισθών των μεγάλων επιχειρήσεων. Για όσους, λοιπόν, ανήκουν στις κοινωνικές τάξεις που ζουν χάρη στην εργασία τους, η ελληνική οικονομία δεν είναι καθόλου Success Story, ενώ για όσους ζουν από τα κέρδη του κεφαλαίου τους, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
3. Ας πάμε σε έναν άλλο μύθο. Οι λόγοι οι οποίοι παρατίθενται για την απελευθέρωση διαφόρων αγορών - ιδιωτικοποίηση αφορούν τα οφέλη του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το κλασικό οικονομικό μοντέλο, η ελεύθερη αγορά, αντίθετα με τα μονοπώλια, επιτυγχάνει ταυτόχρονα την αύξησή της διαθέσιμης ποσότητας του προιόντος και την πτώση των τιμών. Ταυτόχρονα «εξορθολογίζει» την παραγωγή και αυξάνει την αποδοτικότητά της, για να μη μιλήσουμε και για νέες θέσεις εργασίας…  Ειδικότερα στην περίπτωση της αγοράς ηλεκτρισμού (ιδιωτικοποίηση ΔΕΗ-ΑΔΜΗΕ) και του φυσικού αερίου (ιδιωτικοποίηση ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ)  συσσωρεύονται πολλά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά μιας και αποτελούν νευραλγικούς πυλώνες της ενεργειακής πολιτικής της χώρας.
3. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην εμπορία δεν έχει οδηγήσει σε καμία χώρα στη μείωση των τιμών ή στη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος (ηλεκτρισμού) για τον καταναλωτή, τα οποία είναι θεωρητικά η βασική επιδίωξη. Μάλιστα, για να ανοίξει η αγορά απαιτείται σήμερα η άνοδος των τιμών για τους μικρούς καταναλωτές ώστε να αυξηθούν τα διανεμόμενα κέρδη. Επιπλέον, για να εξυπηρετεί τον υποτιθέμενο στόχο της μείωσης των τιμών, η απελευθέρωση απαιτεί το μοίρασμα της παραγωγής σε αρκετές διαφορετικές εταιρείες προκειμένου καμία από αυτές να μην έχει κυρίαρχο, μονοπωλιακό ρόλο ώστε να μπορεί να χειραγωγήσει τις τιμές του ηλεκτρισμού. Η παραγωγή ηλεκτρισμού όμως στην προκειμένη περίπτωση απαιτεί τεράστια επενδυτικά κεφάλαια που μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί. Το αποτέλεσμα είναι η εκχώρηση κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων, στρατηγικής σημασίας στον ενεργειακό χάρτη, σε ιδιώτες.
4.  Ο τελευταίος μύθος – υπόσχεση που θα προσπαθήσουμε να αποδομήσουμε είναι αυτός της «Εδέμ» της οικονομικής μετανάστευσης και συγκεκριμένα για το υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό που παράγει το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Το 2010 υπήρχαν περίπου 120.000 έλληνες επιστήμονες που εργάζονταν στο εξωτερικό, οι οποίοι αποτελούσαν το 10% του συνολικού αριθμού των ελλήνων επιστημόνων. Η τάση αυτή είναι έντονη και φαντάζει μονόδρομος για τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και κατά το κυρίαρχο αποτελεί το διαβατήριο για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, άμεση απορρόφηση, υψηλή αμοιβή, «ζωή μαγική» μακριά από την «κόλαση» της ελλάδας – της κατ’ άλλους τελευταίας σοβιετικής χώρας που απομένει στην Ευρώπη.
4. Πρόσφατα στη γερμανία παρατηρήθηκε αύξηση (5%) εργαζομένων υψηλής κατάρτισης, νέων επιστημόνων και αλλοδαπών μηχανικών  που εγκαταλείπουν τη γερμανία για να ξαναγυρίσουν στις πατρίδες τους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν συναντησαν τον παράδεισο στο εξωτερικό. Έμειναν για καιρό στην ανεργία λόγω της υπερπροσφοράς εργασίας, αντίκρυσαν την ύφεση και τις δυσκολίες της ένταξης στη χώρα υποδοχής, έγιναν οι σύγχρονοι γκασταρμπάιτερ, εξαιρετικά εύκολα εκμεταλλευόμενοι.  Ήρθαν αντιμέτωποι με την αγωνία και την αβεβαιότητα για το μέλλον που τους επιφυλλάσεται και στο οποίο δεν έχουν τη δυνατότητα άμεσης παρέμβασης μιας και βρίσκονται σε δυσχερή θέση, το άγχος, την κατάθλιψη, τον κοινωνικό ρατσισμό (τεμπέληδες έλληνες, δεν πληρώνουν φόρους κτλ).
To be continued…



*Το κείμενο αυτό αποτελεί τον πρώτο άξονα στη σειρά τριών επεξεργασιών στις οποίες καταλήγουμε μετά από συζήτηση και συνδιαμόρφωση στα σχήματά μας με σκοπό στα τέλη Φλεβάρη να τις συναρθρώσουμε σε μια εκδήλωση - συζήτηση που θα προσεγγίζει μια συλλογική - συνολική απάντηση στα προβλήματα του νέου μηχανικού σε μια κατεύθυνση συνεργατική, δημοκρατική και αλληλέγγυα.



Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Μισώ την Πρωτοχρονιά! (μετα-εορταστικό κείμενο της Αρ.Εν.)


Ο Γκράμσι την 1η Ιανουαρίου 1916 έγραφε στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! «Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος. Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών».


Βέβαια ακόμα και χωρίς την παρέμβαση του Γκράμσι ο καθένας και η καθεμία μπορεί να κατανοήσει το επίπλαστο εορταστικό κλίμα των ημερών μας. Αρκούν το success story της κυβέρνησης, μια αφήγηση απόσταγμα του τεχνοκρατισμού σύμφωνα με τον οποίο κάποιοι θετικοί δείκτες και αριθμοί αρκούν για να καλύψουν τα φαινόμενα εξαθλίωσης της κοινωνίας από την πολιτική των κυρίαρχων, αλλά και η εικόνα των γειτονιών της Αθήνας υπό τα λαμπιόνια και τα βεγγαλικά του Καμίνη  από τη μία και τους χιλιάδες αστέγους και ανέργους από την άλλη σε έναν δημόσιο χώρο που συνεχώς περιορίζεται μετά τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, την επίθεση σε ελεύθερους κοινωνικούς χώρους και καταλήψεις στέγης αλλά και τον συνολικό εκφασισμό της κοινωνίας που προωθείται απ την κυβέρνηση και κεφαλαιοποιείται σε ένα βαθμό από τη ναζιστική δράση της Χ.Α. Και σίγουρα όλο αυτό το σκηνικό δε μπορούν να το αντιστρέψουν ούτε τα πλεκτά πουλόβερ στους κορμούς των δέντρων απ τους ατενίστας ούτε «η λευκή νύχτα» των αφεντικών που κράτησε τους/-ις εργαζόμενους/-ες στα καταστήματα ως τις 11:00 το βράδυ της 28ης του Δεκέμβρη, σα μια πρόβα εργασιακής καταπίεσης στη μεγάλη φιέστα των μνημονίων. Άλλωστε «δε μας λείπουν οι ώρες για να ψωνίσουμε, αλλά οι ώρες και τα λεφτά για να ζήσουμε».

Αν κάτι μπορεί να αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση με θετικούς όρους για τους υποτελείς είναι η ίδια τους η κίνηση προς ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης των ζώων μας και της κοινωνίας και οι ίδιοι μας οι αγώνες ενταγμένοι σε ένα συλλογικό και διεκδικητικό πλαίσιο. Αν λοιπόν θα πρέπει να αξιολογήσουμε κάτι ως θετικό στον απολογισμό που μας επιβάλλει η πρωτοχρονιά, αυτό είναι οι μαζικές κοινωνικές διεκδικήσεις για δημοκρατία και αξιοπρέπεια ενάντια στα σχέδια του νεοφιλελευθερισμού.  Ο ανυποχώρητος αγώνας των κατοίκων στις Σκουριές για γη και ελευθερία, η αυτοδιαχειριζόμενη απ’ τους εργαζομένούς της ΕΡΤ, οι απεργιακοί αγώνες για την προάσπιση της δημόσιας σφαίρας και των κοινωνικών παροχών για όλους και όλες από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, το σύνολο των δικτύων αλληλεγγύης και των αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων και συνεταιρισμών ως προβολές του κόσμου που οραματιζόμαστε και για τον οποίο αγωνιζόμαστε στο σήμερα. Ακόμα περισσότερο τις μεγάλες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις γεμάτες οργή για τη δολοφονία του αντιφασίστα Π.Φύσσα οι οποίες και γέννησαν τον Αντιφασιστικό Συντονισμό, που μας γεμίζει ελπίδες για τη συνέχιση και τη διάχυση του αντιφασιστικού αγώνα με δημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας και δράσης.

Μέρος όλων αυτών των αγώνων αποτελεί και η μεγαλειώδης απεργία των εργαζομένων στο ΕΚΠΑ και στο ΕΜΠ, οι οποίοι αν και παραμένουν απολυμένοι, μέσα από τον ανυποχώρητο αγώνα τους με τη μέγιστη δυνατή σύνδεση με την κοινωνία, κατάφεραν να στριμώξουν τόσο την κυβέρνηση ώστε να μην καταφέρει να σπάσει την απεργία με κάποια κατασταλτική παρέμβαση, να μπει σε διάλογο με τους απεργούς (πράγμα πρωτοφανές στα χρόνια του μνημονίου) και να παραχωρήσει δεσμεύσεις ο Αρβανιτόπουλος αλλά και να πάει πίσω το συνολικό της σχέδιο απολύσεων. Βέβαια ο αγώνας των εργαζομένων συνεχίζεται εωσότου παρθούν πίσω οι απολύσεις προκειμένου να μπορέσει και το πανεπιστήμιο να λειτουργήσει στην ολότητά του σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων του. Γι αυτό και απ’ την μεριά μας θεωρούμε πως αυτός ο αγώνας θα πρέπει να στηριχτεί με κάθε μέσο μέχρι το τέλος του απ’ το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας και ειδικότερα από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες καθώς συνδέεται πολύ άμεσα με τα δικά μας συμφέροντα και την ίδια μας την καθημερινότητα στις σχολές. Επόμενο μέλημά μας, λοιπόν θα πρέπει να είναι η συσπείρωση  των φοιτητών και των φοιτητριών και η ενίσχυση του πόλου αντίστασης που έχει δημιουργηθεί μέσα στις σχολές ήδη από την πλευρά των απεργών και μαζί με τα αγωνιστικά κομμάτια των καθηγητών, μιας και ετοιμάζονται και οι απολύσεις για τα μέλη ΔΕΠ.

Στη δική μας αντίληψη το Πανεπιστήμιο αποτελεί κάτι πολύ περισσότερα από ένα χώρο μάθησης. Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ έχει σημασία να σκεφτούμε ένα Πανεπιστήμιο χώρο αμφισβήτησης, στο οποίο η έρευνα και η διδασκαλία δεν θα αναπαράγουν αλλά θα αμφισβητούν τα κυρίαρχα πρότυπα, θα ανοίγουν και δεν θα κλείνουν τον διάλογο, θα προωθούν την ελεύθερη σκέψη και τη δημιουργικότητα. Η γνώση που παράγεται από την πανεπιστημιακή κοινότητα  αποτελεί λοιπόν για εμάς κοινωνικό αγαθό, σε ένα Πανεπιστήμιο που διακηρυκτικά και ουσιαστικά θα υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο. Δικαιώματα όπως η στέγαση σε πανεπιστημιακές εστίες, οι μειωμένες τιμές στις μεταφορές κλπ δεν αποτελούν κανενός είδους χάρη προς τους φοιτητές, αλλά στοιχειώδεις παροχές πουεξασφαλίζουν σε όλους και όλες το δικαίωμα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με ίσους όρους και το δικαίωμα σε αξιοπρεπείς και  ποιοτικές σπουδές. Και βέβαια, οι διεκδικήσεις μας αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση συνδέονται και με τη διεκδίκηση ενός μεταπανεπιστημιακόύ εργασιακού μέλλοντος που θα έχει στο επίκεντρο τις ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας και όχι τις ανάγκες της αγοράς και των κερδών της. Απαραίτητα σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι και η συγκρότηση δικτύων νέων επιστημόνων με δημοκρατικό μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας.

Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα πανεπιστήμιο που θα αντιλαμβάνεται ως ελεύθερος κοινωνικός χώρος και θέλουμε να φανταστούμε την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους φοιτητές, τους καθηγητές, τους εργαζόμενους όχι σαν “συνεργάτες”, αλλά σαν μια κοινότητα που συζητάει για το ίδιο το Πανεπιστήμιο αλλά και την κοινωνία, αποφασίζει με δημοκρατικές διαδικασίες και κοιτάει προς έξω για να σταθεί δίπλα σε όποιους το έχουν ανάγκη. Τους ανέργους, τους επισφαλώς εργαζομένους, όσους πλήττονται από την κρίση και σε βάρος των οποίων γίνεται προσπάθεια υπέρβασής της. Αυτή ίσως είναι και αρχή για να οραματιστούμε όχι μόνο ένα διαφορετικό Πανεπιστήμιο αλλά και μια διαφορετική κοινωνία και να προσπαθήσουμε να τα κάνουμε πραγματικότητα. Με δύο λόγια αν ο αγώνας που καλείται σήμερα να δώσει ο κόσμος του πανεπιστημίου αλλά και συνολικά κάθε αγώνας θέλει να είναι νικηφόρος χρειάζεται μια συνολική αφήγηση που θα αξιοποιεί τις πολλαπλές μας ταυτότητες και δεξιότητες προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας μέσα από μια δημοκρατική οργάνωση, στα πρότυπα της κοινωνίας που επιθυμούμε. Και τότε θα έχουμε μια νέα καθημερινότητα χωρίς πρωτοχρονιάτικους απολογισμούς!


 «Γι’ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά΄ ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωτικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη. Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θα ‘ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες».