Αν και οι φοιτητικές εκλογές στις
7 Μάη συμβαίνουν σε μια συγκυρία που τα αποτυπώματα της νεοφιλελεύθερης
επίθεσης είναι εμφανή σε κάθε πτυχή της ζωής κυρίως των νέων, και η ΔΑΠ μπορεί
να συσπειρώνει στο εσωτερικό της κάθε εκφραστή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού,
της συντηρητικής δεξιάς ακόμα και της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, η φοιτητική
αριστερά παραμένει κατακερματισμένη και προφανώς σε δυσμενή συσχετισμό δύναμης
σε σχέση με τον αντίπαλο.
Σε ένα βαθμό αυτός ο
κατακερματισμός αποτελεί μέρος ενός συνεχούς παθογενειών που έφερε η φοιτητική
αριστερά στο εσωτερικό της, που μέσω της υπεριδεολογικοποίησης των «ιστορικών
διαφορών και διαφωνιών», αδυνατούσε να παράξει μια πρακτική που να ενώνει τους
φοιτητές και τις φοιτήτριες σε μια κατεύθυνση ριζοσπαστικής και δημοκρατικής
αμφισβήτησης και ρήξης με το υπάρχον κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης του
πανεπιστημίου (τόσο ως κοινωνικός χώρος όσο και ως θεσμός εκπαίδευσης) και της
κοινωνίας.
Αντανακλώντας αυτούς τους προβληματισμούς στον απόηχο του φοιτητικού κινήματος
του 06-07 και με πρόταγμα την ενότητα της αριστεράς και τη συνολική ανατροπή,
δημιουργήθηκε η Αριστερή Ενότητα, μια δικτύωση αυτόνομων σχημάτων. ‘Ένα
αριστερό υποκείμενο που αναζητά τη μεθοδολογία για ένα μαχητικό φοιτητικό
κίνημα με δημοκρατικές δομές και διαδικασίες και έρχεται να υπερβεί τα
ξεπερασμένα οργανωτικά μοντέλα της παραδοσιακής φοιτητικής αριστεράς. Οι
παραταξιακές δομές τόσο της ΠΚΣ όσο και της ΕΑΑΚ δε μπορούν να αποτελέσουν το
όχημα που θα επιτελέσει το αίτημα της ενότητας και της συνολικής ανατροπής,
όταν το πλέγμα πρακτικών και θέσεων των δυνάμεων αυτών διαπερνάται από μια
έντονη ανάγκη περιχαράκωσης. Η δημοκρατία, λοιπόν, στο εσωτερικό της αριστεράς,
μέσα από οριζόντιες διαδικασίες, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση γα την
ενότητα, ενώ στις διαδικασίες του κινήματος, η δημοκρατική οργάνωση φαντάζει
αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση των όρων της νίκης.
Για να οικοδομηθεί αυτή η ενότητα, απαραίτητες είναι οι κινηματικές διεργασίες
και οι συλλογικές τους αναπαραστάσεις, αφού μιλάμε για ενότητα στη βάση του
φοιτητικού σώματος και των αναγκών του. Σε μια περίοδο αποπολιτικοποίησης και
νέκρωσης των συλλόγων, μια κινηματική διαδικασία εντός του πανεπιστημίου, όπως
η μεγαλειώδης απεργία των διοικητικών σε ΕΚΠΑ και ΕΜΠ, θα αποτελούσε την καλύτερη
ευκαιρία για να δημιουργηθεί αυτή η ενότητα και να διευρυνθεί και προς τα
υπόλοιπα κομμάτια που πλήττονται εντός του πανεπιστημίου και το φοιτητικό
κίνημα να επανεξετάσει τις δομές του προκειμένου να είναι αποτελεσματικό και να
μπορέσει να απαντήσει στην κρίση συλλογικότητας ξεπερνώντας τόσο τη λογική του
ατομικού δρόμου όσο και αυτή της ανάθεσης.
Πέρα απ αυτά που δε συνέβησαν, αυτός ο μεγάλος αγώνας δεν κατάφερε να
ανατροφοδοτηθεί απ το ζωτικότερο κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας, τους
φοιτητές και τις φοιτήτριες, προκειμένου να φέρει μια μεγάλη ήττα στην
πολιτική των κυρίαρχων και μια μεγάλη νίκη για τους ανθρώπους που πραγματικά
νοιάζονται για το πανεπιστήμιο και τη γνώση, δίνοντας παράλληλα μια θετική
διέξοδο για τους από κάτω, δείχνοντας πως οι κοινωνικοί και εργατικοί αγώνες
μπορούν και να νικάνε. Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, αυτού του αγώνα είναι
οι σχέσεις που δημιούργησε μεταξύ φοιτητών και εργαζομένων, μια πρώτη αρχή ενός
διαφορετικού μοντέλου για να αγωνιζόμαστε και να ζούμε, με πυρήνα την
αλληλεγγύη, την αντίσταση και τη συμμετοχή.
Δε θέλουμε να διαχειριστούμε την ήττα αλλά να διαμορφώσουμε τους όρους της
νίκης!
Σε αυτό το περιβάλλον γενικής σήψης των συλλογών, όταν ξεκίνησε ο αγώνας των
εργαζομένων, για τη φοιτητική αριστερά μπορούσαν να σκιαγραφηθούν τρεις
διαφορετικές κατευθύνσεις. Απ τη μία να κρατήσει μια συγκρατημένη στάση στο
κομμάτι της πρακτικής διεκδίκησης προκειμένου να αποσπάσει τα πιο συντηρητικά
κομμάτια του φοιτητικού σώματος και να μην επωμιστεί το βάρος των αντιδράσεων
του κοινωνικού αυτοματισμού.
Κάπως έτσι και η ΠΚΣ έσπευσε να αναδιπλωθεί ζητώντας οι πρωτοετείς να εγγραφούν
και οι σχολές να ανοίξουν, καλώντας ουσιαστικά τους απεργούς να αφήσουν την
απεργία και να πιάσουν το διοικητικό έργο, εντασσόμενη στο σχεδιασμό του ΠΑΜΕ
που σταματούσε να προτείνει απεργία. Μια δεύτερη κατεύθυνση είναι αυτή
που προασπίζεται τον αγώνα των εργαζομένων με σθένος όσο αυτή δεν αρχίζει να
πλήττει την κανονικότητα της φοιτητικής καθημερινότητας. Η ΕΑΑΚ, λοιπόν,
όταν η επίθεση προς τον απεργιακό αγώνα των διοικητικών κορυφωνόταν και η
αλληλεγγύη και η αντίστασή μας ήταν απαραίτητες, επέλεξε να αποσυρθεί απ τον
αγώνα μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της κουβέντας στο δημόσιο λόγο της στο
θέμα του εξαμήνου, γιατί δε μπορούσε να ρισκάρει το να κατηγορηθεί η αριστερά
και να πληγεί ο συσχετισμός της, στην υπόθεση ενός κινήματος που θα μπορούσε να
έχει καλύτερες προοπτικές, συντηρώντας μια ψευδαίσθηση κανονικότητας την ώρα
που το πανεπιστήμιο δέχεται πιο άμεσα από ποτέ τη νεοφιλελεύθερη επίθεση.
Βέβαια υπήρχε και η κατεύθυνση που ακολούθησε η ΑΡΕΝ, που έκανε λόγο για
ανυποχώρητο αγώνα σε όλη τη διάρκεια του κινήματος, για κοινές διαδικασίες
φοιτητών-εργαζομένων-καθηγητών, για τη σύνδεση του κινήματος με την αγωνιζόμενη
ΕΡΤ, σε έναν εορτασμό του Πολυτεχνείου με διαφορετικό περιεχόμενο, και
κάθε αγωνιζόμενο τμήμα της κοινωνίας, με άξονα τη συνολική ανατροπή.
Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, μιλάμε για δυο κατευθύνσεις, από τη μία την
επιλογή του ανυποχώρητου αγώνα για την υπεράσπιση του πανεπιστημίου, που μέσω
ενός έντονου πειραματισμού και ισότιμης συμμετοχής σε αυτόν θα μπορούσε και να
οικοδομήσει τις βάσεις για το πανεπιστήμιο των αναγκών μας, και από την άλλη
την επιλογή του να βάλει όρια σε έναν αγώνα που η ίδια τον βλέπει ως μειοψηφικό
και χωρίς προοπτικές, με ορίζοντα την παραταξιακή οικοδόμηση και κατεύθυνση μια
καλή εκλογική καταγραφή που θα βασίζεται στον οργανωτικό μηχανισμό.
Να ονειρευτούμε διαφορετικά
την καθημερινότητά μας, να δημιουργήσουμε το πανεπιστήμιο και την κοινωνία των
ονείρων μας
Σε μια συγκυρία αποσυγκρότησης
των συλλόγων, το ζήτημα δεν είναι να προβληματιζόμαστε απλά πάνω στην ανατροπή
των συσχετισμών μέσα σε αυτή, αλλά πολύ περισσότερο πάνω στο πως οι όροι
οικοδόμησης των συσχετισμών θα αλλάξουν μέσα από μια συνολική διαδικασία
επανοικοδόμησης του κοινωνικού χώρου του Πανεπιστημίου. Για κάποια κομμάτια της
φοιτητικής αριστεράς, το ζήτημα της αποσυγκρότησης των συλλόγων φαίνεται να
αντιμετωπίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ως ζήτημα συσχετισμών, απαξιώνοντας το
πολιτικό βάθος των ερωτημάτων για δημοκρατία που εμφατικά έχει αρθρώσει η
νεολαία και η κοινωνία γενικότερα (Δεκέμβρης ’08, κίνημα πλατειών).
Τα παραδείγματα αυτής της παραδοχής ποικίλουν. Η αδιαφορία ή ακόμα και η
εχθρικότατα προς τα αντιπαραδείγματα νέων μορφών οργάνωσης της καθημερινότητας
(όπως τα αυτοδιαχειριζόμενα κυλικεία), πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις στο
ζήτημα της αυτοδιαχείρισης και της αυτοργάνωσης, υποδηλώνει μια
μικροσυνδικαλιστική αντίληψη για το άσυλο, ότι μας χρησιμεύει για να επιτελούμε
μόνο το τρίπτυχο συνελεύσεις-καταλήψεις-διαδηλώσεις (όταν αυτό μάλιστα από μόνο
του φαντάζει ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό), και όχι σε μια κατεύθυνση
επανοικειοποίησής του απ τους ίδιους τους ανθρώπους του. Αδυνατούν να αρθρώσουν
μα συνολική αφήγηση στη βάση της οποίας να διαμορφώσουν την ατζέντα για
το πώς η αρισττερά φαντασιώνεται το πανεπιστήμιο και την κοινωνία.
Ακόμα και οι νέες μορφές
οργάνωσης των αγώνων με οριζόντια επικοινωνία, οργανική σύνδεση και ισότιμη
συμμετοχή όλων των κομματιών του πανεπιστήμιου, απαξιώνονται από ΕΑΑΚ και ΠΚΣ,
από μια φοβικότητα για το νέο που έρχεται να διαταράξει τις εκάστοτε
μικροεξουσίες. Ακόμα και οποιαδήποτε κίνηση, ειδικά αν είναι αυθόρμητη,
σκοπεύει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, αντιμετωπίζεται ως εχθρική καθώς
αμφισβητεί τις υπάρχουσες δομές κα τις ιδεολογικές αποτυπώσεις τους. Η
διεκδίκηση, για παράδειγμα, δωρεάν σίτισης και μεταφορών, μέσα από ανοιχτές και
οριζόντιες πρωτοβουλίες ή ομάδες εργασίας των φοιτητικών συλλόγων, μπορούν να
οργανώσουν συλλογικούς αγώνες που θα οικοδομούν ένα κίνημα ανυπακοής και
άρνησης καταβολής αντιτίμου, μέσα από καμπάνιες αλλά και την καθημερινή
πρακτική, βλέποντας το σώμα των φοιτητών ως συμμέτοχο μιας διαδικασίας και
συνδιαμορφωτή μιας κίνησης.
Στο ερώτημα για το πώς
συγκροτείται ένα μαζικό κίνημα ανατροπής, η στρατηγική αμηχανία μεγάλου
τμήματος της φοιτητικής αριστεράς, εντός των διεργασιών του φοιτητικού
κινήματος, φανερώνεται από ένα άγχος να ετεροκαθοριστούν από το πολιτικό
υποκείμενο και σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
επικυρώσουν ή όχι πολιτικά σχέδια, και όχι να γίνουν συνδιαμορφωτές μιας
διαδικασίας θετικού επανορισμού της καθημερινότητας, χτίζοντας το πανεπιστήμιο
των ονείρων μας, προς την κατεύθυνση της ανατροπής. Η απάντηση δε μπορεί να
βρεθεί μέσα από πολιτικές πλατφόρμες αλλά μέσω του κοινωνικού πειραματισμού με
βάση τη δημοκρατία. Εκεί υπάρχουν απαντήσεις, στην αναζήτηση του τρόπου να
συζητάμε δημοκρατικά.
Στην κατάσταση που βρίσκονται οι φοιτητικού σύλλογοι, τόσο λόγω της επίθεσης
που δέχεται το πανεπιστήμιο όσο και του τρόπου με τον οποίο η νεολαία
συγκροτείται ως κοινωνική ομάδα μέσα στην κρίση και αυτή κινητοποιείται,
προκειμένου να ξαναζωντανέψουν θα πρέπει το πανεπιστήμιο συνολικά να κινηθεί
προς μια εναλλακτική κατεύθυνση δημοκρατικής οργάνωσης, ξεπερνώντας τις
ιεραρχικές σχέσεις, συλλογικοποιώντας τη γνώση, ενώ θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό
του ως μια κοινότητα σε διαρκή σύνδεση με την κοινωνία και τις ανάγκες της. Η
δημοκρατία, λοιπόν, θα διαπερνά κάθε πτυχή του πανεπιστημίου των αναγκών που η
ριζοσπαστική αριστερά φαντασιώνεται, μέσα από μια διαδικασία που η
δημοκρατία θα ανατροφοδοτείται απ τα κοινωνικά κινήματα.
Προφανώς μια τέτοια διαδικασία δε μπορεί παρά να είναι και μέρος ενός συνολικού
κινήματος ανατροπής των πολιτικών που εφαρμόζονται, στα πλαίσια του κοινωνικού
ανταγωνισμού και μετασχηματισμού. Ριζοσπαστικό είναι το να αμφισβητείς στη ρίζα
του το πανεπιστήμιο και την κοινωνία και να προτάσεις το πανεπιστήμιο και την
κοινωνία στο δικό σου οραματικό πλαίσιο. Η ΕΑΑΚ και η ΠΚΣ, που κατά τα άλλα
κατηγορούν την ΑΡΕΝ πως περιμένει την αλλαγή της κυβέρνησης, μεταθέτουν κάθε
κριτική και κάθε ριζοσπαστικό μετασχηματισμό που παλεύεται, σε μια φαντασιακή
αφήγηση είτε για το ισχυρό ΚΚΕ που θα φέρει το σοσιαλισμό (χωρίς και να
διευκρινίζει αν θα ναι με δημοκρατία και ελευθερία) απ τα πάνω σε ένα αόριστο
χρόνο, είτε για το συμπαγές αντι-ΕΕ μέτωπο με την Ανταρσύα στην πρωτοπορία.
Ενάντια σε μία τέτοια αντίληψη
που βλέπει τον ριζοσπαστισμό ως προυπόθεση, να δούμε τον ριζοσπαστισμό ως
καθημερινή πρακτική μέσα απ τα αντιπαραδείγματα, ως μια διαδικασία συνεχόμενων
ρήξεων και υπερβάσεων. Το φοιτητικό κίνημα πρέπει να σταματήσει να βλέπει
φοβικά την όποια ριζοσπαστική κίνηση και να συνδεθεί πραγματικά με το ευρύτερο
κοινωνικό και το αντιφασιστικό κίνημα, τις συνελεύσεις γειτονιάς και τα δίκτυα
αλληλεγγύης, τα ανταγωνιστικά και αυτοργανωμένα πολιτιστικά αντιπαραδείγματα,
τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τις λοατκι διεκδικήσεις, το αίτημα της
ορατότητας και τα ζητήματα πόλης.
Ένα φοιτητικό κίνημα, όμως, που
θα αποτελεί μέρος αυτής της κοινωνικής κίνησης, και θα μάχεται για την
προάσπιση των φοιτητικών παροχών και της δωρεάν παιδείας, θα μπορούσε να
συνδεθεί με ένα κίνημα επανάκτησης στέγης ενάντια στους πλειστηριασμούς,
δίνοντας απάντηση στην ανάγκη για στέγαση χιλιάδων φοιτητών, πετυχαίνοντας
πραγματικές νίκες μέσα από ανυποχώρητους αγώνες και όχι εκφωνώντας απλά
αιτήματα προς ένα κράτος που δεν τα ενσωματώνει και μια κυβέρνηση που έχει
σπάσει το κοινωνικό συμβόλαιο.
Μπορούμε, λοιπόν, και να συζητάμε ανοιχτά για το πανεπιστήμιο όπως το θέλουμε,
να αγωνιζόμαστε ενάντια σε αυτό που μας φέρνουν ως μια ανοιχτή κοινότητα μαζί
με καθηγητές και εργαζόμενους και να χτίζουμε συγχρόνως το δικό μας
πανεπιστήμιο, ως ένα ζωντανό κοινωνικό αντιπαράδειγμα που θα τροφοδοτεί σήμερα
τη διαδικασία της ανατροπής και θα ορίζει το ίδιο το μέλλον του αύριο σε μια
κοινωνία χωρίς μνημόνια και αυταρχισμό, με μια αριστερή κυβέρνηση που θα
προσφέρει τον αναγκαίο χώρο για την αυτοθέσμισή του και θα προωθεί τους
κοινωνικούς μετασχηματιςμούς με ένα χειραφετητικό πρόταγμα.